изобретательный
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
Russian > Greek
ποικιλόβουλος, εὑρεσίλογος, πολύφρων, παντοπόρος, κλυτόμητις, μηχανόεις, εὐπάλαμος, πολυμήχανος, ποικιλόφρων, ποικιλομήτης, εὐμήχανος, εὑρετικός, μηχανικός, πολύμητις, φρενοτέκτων, εὔπορος, αἰολόμητις