ἀνέρεικτος
From LSJ
Full diacritics: ἀνέρεικτος | Medium diacritics: ἀνέρεικτος | Low diacritics: ανέρεικτος | Capitals: ΑΝΕΡΕΙΚΤΟΣ |
Transliteration A: anéreiktos | Transliteration B: anereiktos | Transliteration C: anereiktos | Beta Code: a)ne/reiktos |
or ἀνέργ-ικτος, ον,
A not bruised, unground, Hp.Aff.52.
[Seite 226] unzerbrochen, unzermalmt, Hippocr.
ἀνέρεικτος: -ον, ὁ μὴ ἐρεικτός, μὴ τετριμμένος εἰς λεπτὰ μέρη, μὴ ἀληλεσμένος, Ἱππ. 528. 36, πρβλ. Γαλην. Γλωσσ. σ. 434 ἐν λ. ἀνηρίκτῳ.