ἐννεμέθομαι
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
Pass.,
A feed in, Opp.H.1.611, 3.546.
German (Pape)
[Seite 847] = Folgdm, Opp. H. 1, 611. 3, 546.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννεμέθομαι: παθ. ἐννέμομαι, νέμομαι ἔν τινι, Ὀππ. Ἁλ. 21. 611, 3. 546.