γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
[Seite 92] ἡ, dor. = μῆνις, Pind.
μᾶνις: Δωρ. ἀντὶ τοῦ μῆνις, Πίνδ.