ἐρασίμολπος
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A delighting in song, of Thalia, Pi.O.14.15.
German (Pape)
[Seite 1017] gesangliebend, Thalia, Pind. Ol. 14, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρᾰσίμολπος: -ον, ὁ τερπόμενος εἰς τὰς μολπάς, τὰ ᾄσματα. περὶ τῆς Θαλείας, Πινδ. Ο. 14. 22.