ἡβήτωρ

Revision as of 11:39, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-ορος, ὁ, = ἡβητήρ (in one's prime, adult), κίχλαι Matro Conv. 78.

German (Pape)

[Seite 1149] ορος, ὁ, = ἡβητήρ; κίχλαι ἡβήτορες Matro bei Ath. IV, 136 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἡβήτωρ: -ορος, ὁ, = ἡβητήρ, ἡβητής, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136C.

Greek Monolingual

ἡβήτωρ, ὁ (Α)
ηβητής, νέος, ακμαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηβώ + κατάλ. -ητωρ (πρβλ. ηγήτωρ, οικήτωρ). Παράλληλος τ. του ηβητήρ
στην ελληνιστική ποίηση χρησιμοποιούνται και οι δύο τύποι με την ίδια σημ.].