γενεθλιολόγος
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
= γενεθλιαλ-, Hsch. s.v. ἀστρολόγος.
Spanish (DGE)
γενεθλιαλόγος, -ου, ὁ
• Alolema(s): γενεθλιολόγος Ps.Callisth.1.4B, Hsch.
autor de horóscopos, astrólogo Artem.2.69, Ptol.Tetr.1.3.11, Porph.Plot.15, Iambl.Myst.1.18, Hierocl.Prou.172b.8, Ps.Callisth.l.c., Hsch.
German (Pape)
[Seite 481] = γενεθλιαλόγος, Hesych. Ebenso γενεθλιολογία.