Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
[Seite 534] ὁ, der Schlag, Rhett. III, 520, 30.
παταγμός: ὁ, κτύπημα, Ρήτορες (Walz) 3. 520.