λαιμάσσω

Revision as of 11:19, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Att. λαιμάττω, (λαιμός B) to be grcedy or hungry, Ar.Ec.1179 (lyr.), Herod.6.97; cf. λαιμώσσω.

German (Pape)

[Seite 7] att. λαιμάττω, gierig verschlingen, fressen, Ar. Eccl. 1178.

Russian (Dvoretsky)

λαιμάσσω: атт. λαιμάττω жадно есть, обжираться Arph.

Greek (Liddell-Scott)

λαιμάσσω: Ἀττ. -ττω, (λαιμὸς) εἶμαι λαίμαργοςπειναλέος, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1178, Ἡρώνδ. Μιμίαμβ. 6. 96.

Greek Monolingual

λαιμάσσω και λαιμώσσω, αττ. τ. λαιμάττω (Α)
τρώγω λαίμαργα, καταβροχθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + επίθημα -άσσω (πρβλ. σπαράσσω). Ο τ. λαιμώσσω < λαιμός + επίθημα -ώσσω, που δηλώνει ασθένεια (πρβλ. αμβλυώσσω, καρδιώσσω)].