καρδιώσσω
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
English (LSJ)
Att. καρδιώττω,
A = καρδιαλγέω, have heartburn or have stomach-ache, Hp.Prog.24, Mul. 1.9, Arist.Pr.873b29, Ael.NA9.11, Aret.SA2.3, prob. l. in Ar.Fr. 362.
II in Sicil. Greek, = βουλιμιάω, Epich.202.
German (Pape)
[Seite 1327] an Magenschmerz leiden, wie καρδιαλγέω; Arist. probl. 3, 18; Hippocr. u. sp. Medic. – Nach Phot. lex. u. Poll. 2, 217 sicilisch = βουλιμιάω.
Greek Monolingual
καρδιώσσω και αττ. τ. καρδιώττω (Α) καρδία
1. έχω πόνους στο στομάχι, καρδιαλγώ
2. (στους Σικελιώτες) έχω βουλιμία, κατέχομαι από υπερβολική πείνα
3. (κατά τον Ησύχ.) έχω ναυτία.
Russian (Dvoretsky)
καρδιώσσω: атт. καρδιώττω страдать желудочными болями Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρδιώσσω [καρδία] last hebben van maagpijn.