μηλοδαΐκτας

Revision as of 12:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

α, ὁ, sheep-slaying, λέων B.8.6.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοδαΐκτας: ὁ, = μηλοκτόνος, ὁ φονεύων πρόβατα, μηλοδαΐκταν... λέοντα Βακχυλ. VIII, 6.

Greek Monolingual

μηλοδαΐκτας, ὁ (Α)
αυτός που σκοτώνει πρόβατα («μηλοδαΐκταν... λέοντα», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + δαΐκτας (< δαΐζω «σφάζω, φονεύω»), πρβλ. ξενοδαΐκτας].