σουδάριον
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
τό,= Lat.
A sudārium, towel, napkin, Ev.Luc.19.20, Ev.Jo.11.44, CPR1.27.7 (ii A.D.), Supp.Epigr.7.417 (Dura), Poll.7.71; σ. ὁλόλιτον PMag.Ost.1.269 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 913] τό, das lat. sudarium, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σουδάριον: τό, τὸ Λατ. sudãrium, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιθ΄, 20, κ. Ἰω. ια΄, 44, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 71· ἀλλ’ ὁ Δωρ. τύπος σωδάριον ἀπαντᾷ ἤδη παρ’ Ἑρμίππῳ ἐν Ἀδήλ. 8.