στοχαστής
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A diviner, LXX Is.3.2; τῶν μελλόντων J.BJ4.4.6. 2 one who aims at, τῶν πιθανῶν καὶ εἰκότων, ἀλλ' οὐχὶ τῆς ἀκραιφνοῦς ἀληθείας Ph.1.10.
German (Pape)
[Seite 949] ὁ, der Zielende, Erzielende, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στοχαστής: -οῦ, ὁ, ὁ εἰκάζων, συμπεραίνων, μάντις, τῶν πιθανῶν καὶ εἰκότων Φίλων 1. 10· τῶν μελλόντων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 4, 6.