πυρίσπαρτος
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
πυρίσπαρτον, sowing fire, inflaming, δῆγμα APl.4.208 (Gabriel.).
German (Pape)
[Seite 823] Feuer säend, δῆγμα, Gabriel. ep. (Plan. 208).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
semé de feu, càd ardent.
Étymologie: πῦρ, σπείρω.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίσπαρτος: -ον, ὁ πυρὶ ἐσπαρμένος, ἢ ὁ σπείρων πῦρ, φλογίζων, δῆγμα Ἀνθ. Π. 208.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που σπέρνει φωτιά, που εκπέμπει φλόγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -σπαρτός (< σπείρω), πρβλ. αλίσπαρτος, σιδηρόσπαρτος].
Greek Monotonic
πῠρίσπαρτος: -ον (σπείρω), σπαρμένος με φωτιά, φλεγόμενος, σε Ανθ.