τρίφθογγος

Revision as of 11:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, a triple vowel-sound, Tz.H.12.242: as adjective τρίφθογγος, ον, having three voices, PMag.Par.1.2820.

Greek (Liddell-Scott)

τρίφθογγος: -ον, ὁ τριπλοῦν ἔχων φθόγγον ἢ φωνῆεν, τὰς διφθόγγους καὶ τὰς τριφθόγγους Τζέτζ. Ἱστ. 12, 244.

Spanish

de tres voces

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίφθογγος, -ον, ΝΜ
αποτελούμενος από τρεις φθόγγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + φθόγος (< φθέγγομαι), πρβλ. δίφθογγος].

Léxico de magia

-ον de tres voces de Hécate-Selene-Ártemis <θύω σοι> τόδ' ἄρωμα, Διὸς τέκος, ἰοχέαιρα, Ἄρτεμι, ..., τρίφθογγε te ofrezco esta hierba aromática, hija de Zeus, disparadora de flechas, Ártemis, de tres voces P IV 2525 τοὔνεκα σε κλῄζουσι Ἑκάτην, πολυώνυμε, ..., νυκτοφάνεια, τρίκτυπε, τρίφθογγε por ello te llaman Hécate, que tienes muchos nombres, que brillas en la noche, que resuenas tres veces, de tres voces P IV 2820