καμινοκαύστης
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who heats a furnace or oven, Gloss. (fem. κᾰμῑνο-καύστρια Sch.Od.18.27). II κ. γύψου one who burns gypsum in a kiln, BGU952.8 (ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1317] ὁ, Ofenheizer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμῑνοκαύστης: -ου, ὁ, ὁ θερμαίνων κάμινον ἢ κλίβανον, Γλωσσ.· θηλ. καμινοκαύστρια, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Σ. 26.