ιδεοκράτης
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
ο
ο οπαδός της ιδεοκρατίας ως φιλοσοφικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδέα + -κράτης (< κράτος), πρβλ. δημοκράτης, τρομοκράτης].