διαλογικός
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
ή, όν,
A belonging to dialogue, or in dialogue form, περίοδος Demetr.Eloc.19,21; εἶδος συγγραφῆς Porph.Plot.9,17; συγγράμματα Phlp.in Cat.3.15, cf. Dex.in Cat.4.2. Adv. -κῶς, ἀπαγγέλλειν TheonProg.4.
German (Pape)
[Seite 588] ή, όν, gesprächweise, dialogisch, Rhett.
Greek (Liddell-Scott)
διαλογικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς διάλογον, συζήτησιν, Δημ. Φαλ. 21.