γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
-ίδος, ἡ, Αη φατρία τών πλουσίων στη Μίλητο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. δεσμίς)].