περίκλειστος
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
German (Pape)
[Seite 579] umschlossen, Plut.
Greek Monolingual
-η, -ο / περίκλειστος, -ον, ΝΑ περικλείω
κλειστός από παντού, κλεισμένος ολόγυρα, από όλα τα σημεία, περίφρακτος.