ἑτεροδιδασκαλέω

Revision as of 09:56, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A teach differently, teach false doctrine, 1 Ep.Ti.1.3.

German (Pape)

[Seite 1048] anders, d. i. falsch lehren, N. T; K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροδῐδασκᾰλέω: διδάσκω ἑτέρας διδασκαλίας, οὐχὶ τὰς ὀρθάς, πρὸς Τιμόθ. Α΄ Επιστ. κ. α΄, 3, Ἰγνάτ. 721Β, κλ.: ― ἑτεροδιδασκαλία, ἡ, ἀπατηλὴ διδασκαλία. Εὐστ. Πονημάτ. 81. 96: ― ἑτερο-διδάσκαλος, ὁ, ὁ ἕτερα καὶ οὐχὶ τὰ ἀληθῆ διδάσκων, αἱρετικός, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 32.