Δωρικός
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
English (LSJ)
ή, όν, Doric, Hdt.8.43, Th.3.95, etc.: Comp. -ώτερος A.D.Adv.159.27. Adv. -
A κῶς Id.Pron.48.27, S.E.M.1.78: Comp. -ώτερον A.D.Synt. 159.16.
Greek (Liddell-Scott)
Δωρικός: -ή, -όν, Ἡρόδ. 8. 43, Τραγ., κτλ. -Ἐπίρρ. -κῶς, Γραμμ. Δωριακός, ποιητ. ἀντὶ Δωρικός, Θουκ. 2. 54.