Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
[Seite 923] ἡ, lakon. für σπουδή, Ar. Lys. 173.
σποδά: ἡ, φαίνεται ὅτι εἶναι λέξ. Λακων. ἀντὶ σπουδή, Ἀριστοφ. Λυσ. 173.