φώρης
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
German (Pape)
[Seite 1323] ὁ, poet. = φώρ, Dieb (?).
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ποιητ. τ.) φώρ, κλέφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. φώρ, κατά τα αρσ. σε -ης].