φώρης
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
German (Pape)
[Seite 1323] ὁ, poet. = φώρ, Dieb (?).
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ποιητ. τ.) φώρ, κλέφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. φώρ, κατά τα αρσ. σε -ης].