ἀκρόχειρ

From LSJ
Revision as of 10:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310

German (Pape)

[Seite 85] ἡ, Vorderarm, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόχειρ: χειρος, ἡ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ ἄκρα χείρ, ὅ ἐ. τὸ ἀπὸ τοῦ καρποῦ καὶ κάτω μέρος, ενῷ ἡ λέξις χεὶρ περιλαμβάνει καὶ τὸν βραχίονα, Γαλην. παρὰ Πτολεμ. καὶ ἀκρόχειρον, τό, πρβλ. ἀκρόπους. Καθ’ Ἡσύχ. «ἀκρόχειρ, ἀνδροφόνος