παράπλευρος

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source

German (Pape)

[Seite 494] neben, an den Seiten (?).

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που βρίσκεται παρά το πλευρό κάποιου, δίπλα του, πλαϊνός, διπλανός.
επίρρ...
παραπλεύρως και -α
δίπλα, στο πλάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πλευρό. Το επίρρ. παραπλεύρως μαρτυρείται από το 1852 στον Π. Χαλικιόπουλο].