ταυρώδης
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
ες,
A = ταυροειδής, ταυρώδεα λεύσσων Nic.Al.222.
German (Pape)
[Seite 1074] ες, zsgzgn statt ταυροειδής, Nic.
Greek (Liddell-Scott)
ταυρώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ ταυροειδής, ταυρώδεα λεύσσων Νικ. Ἀλεξιφ. 222.