γνωριμότης
From LSJ
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
English (LSJ)
γνωριμότητος, ἡ, acquaintance, Stob.2.7.51.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
compenetración, relación estrecha c. gen. τῆς φιλίας Chrysipp.Stoic.3.27, μεγάλου ἀνθρώπου Eust.Op.337.3
•conocimiento τοῦ τέλους Eustr.in EN 14.19.
German (Pape)
[Seite 499] ητος, ἡ, Bekanntschaft, Stob.
Greek (Liddell-Scott)
γνωριμότης: -ητος, ἡ, γνωριμία, Στοβ. Ἐκλ. 2. 130.