διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
[Seite 1467] ὁ, Theilnehmer, Eust. 64. 39.
κοινίτης, ὁ (Α) κοινός(για βίο) αυτός στον οποίο συμμετέχει κάποιος, ο κοινός («κειμήλια χρήσιμα εἰς τὸν βίον, ὅv δή τις ἔφη κοινίτην», Ευστ.).