χειρόβλητον

From LSJ
Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

German (Pape)

[Seite 1345] τό, = χειρόβολον, Hesych.

Greek Monolingual

τὸ, Α
χειρόβλημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + βλητός (< βάλλω), πρβλ. κεραυνό-βλητος].