ἐνανθρώπησις
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
German (Pape)
[Seite 826] ἡ, die Menschwerdung, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνανθρώπησις: -εως, ἡ, ἡ ἐνσάρκωσις τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἢ ἡ μετὰ τῶν ἀνθρώπων συνοίκησις αὐτοῦ, Ἱππόλυτ. 840Β, 868Β, Ὠριγέν. Ι. 937Α, ΙΙ, 1104D, IV, 120D, Μεθόδ. 360C.