Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Full diacritics: μονόφορβος | Medium diacritics: μονόφορβος | Low diacritics: μονόφορβος | Capitals: ΜΟΝΟΦΟΡΒΟΣ |
Transliteration A: monóphorbos | Transliteration B: monophorbos | Transliteration C: monoforvos | Beta Code: mono/forbos |
ον,
A grazing alone, Hsch.
[Seite 206] allein weidend, Hesych.
μονόφορβος: -ον, «μόνος βοσκόμενος, βόσκων μόνος» Ἡσύχ., Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 984Α, 1230Α.