καταδοξάζω

Revision as of 07:25, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A = καταδοκέω, X.An.7.7.30, D.S.32.10:—Pass., ibid.
2 form a wrong opinion, Epicur.Nat.2.9, Herc.1413.4; ὑπέρ τινος D.H.6.10.

German (Pape)

[Seite 1347] gegen Einen meinen, eine ungünstige Meinung haben, Argwohn oder Mißtrauen hegen, mit acc. c. inf., Xen. An. 7, 7, 30; D. Hal. 6, 10 u. a Sp. auch = simplex, wie Suid. erkl., ἀπεικάζω, νομίζω.

French (Bailly abrégé)

c. καταδοκέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-δοξάζω tot een tegengestelde conclusie komen, met acc. en inf.

Russian (Dvoretsky)

καταδοξάζω: питать подозрение, подозревать, предполагать (τινὰ ποιεῖν τι Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

καταδοξάζω: μέλλ. -άσω, = καταδοκέω, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 30, Διοδ. Ἐκλογ. 520. 25· καὶ ἐν τῷ Παθ., αὐτόθι 39. 2) σχηματίζω ἐσφαλμένην γνώμην περί τινος, ὑπέρ τινος Διον. Ἁλ. 6. 10· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., αὐτόθι 29.

Greek Monolingual

καταδοξάζω (Α)
1. καταδοκώ
2. σχηματίζω εσφαλμένη γνώμη για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δοξάζω «νομίζω» (< δόξα «γνώμη»)].

Greek Monotonic

καταδοξάζω: μέλ. —άσω = καταδοκέω, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. άσω
= katadoke/w, Xen.