καταδοκώ

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

καταδοκῶ, -έω (Α)
1. υποθέτω, υποψιάζομαι κάτι σε βάρος κάποιου
2. εικάζω
3. παθ. καταδοκοῦμαι, -έομαι
α) μέ υποψιάζονται
β) αναγνωρίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δοκῶ «νομίζω»].