ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair
[Seite 359] αἱ, die Raubenden, s. Nom. propr.
(=ἁρπάχτες, θύελλες, ἀνεμοστρόβιλοι). Ἀπό τό ἁρπάζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.