εἰκαιόμυθος
German (Pape)
[Seite 726] unbedachtsam, vergeblich redend, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκαιόμῡθος: -ον, = εἰκαιολόγος, Κύριλλ. Ἀλ. Ι. 440C, IV. 1012C· ἄνευ σκοποῦ φλυαρῶν, Ἐκκλ.
[Seite 726] unbedachtsam, vergeblich redend, K. S.
εἰκαιόμῡθος: -ον, = εἰκαιολόγος, Κύριλλ. Ἀλ. Ι. 440C, IV. 1012C· ἄνευ σκοποῦ φλυαρῶν, Ἐκκλ.