ἐλπιστός

From LSJ
Revision as of 13:35, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλπιστός Medium diacritics: ἐλπιστός Low diacritics: ελπιστός Capitals: ΕΛΠΙΣΤΟΣ
Transliteration A: elpistós Transliteration B: elpistos Transliteration C: elpistos Beta Code: e)lpisto/s

English (LSJ)

ἐλπιστή, ἐλπιστόν, to be expected, Pl.Lg.853d; τὸ μέλλον ἐστὶ δοξαστὸν καὶ ἐ. Arist.Mem.449b11.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
esperable οὔτ' ἂν βουλοίμεθα οὔτε ἐλπιστὸν πάνυ τι no quisiéramos ni sería nada de esperar Pl.Lg.853d, τὸ μέλλον ... ἔστι δοξαστὸν καὶ ἐλπιστόν Arist.Mem.449b11.

Russian (Dvoretsky)

ἐλπιστός: ожидаемый, предвидимый (τὸ μέλλον Arst.): οὐκ ἐ. νοσῆσαί ποτε ἂν ταύτην τὴν νόσον Plat. нельзя ожидать, чтобы он заболел когда-л. этой болезнью.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλπιστός: -ή, -όν, ὁ ἐλπιζόμενος, ὃν δύναταί τις νὰ ἐλπίσῃ, Πλάτ. Νόμ. 853Ε, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐλπιστός, -ή, -όν)
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ελπίσει ότι θα γίνει, ο προσδοκώμενος.