χρυσεργός
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English (LSJ)
όν,
A making or producing gold, Lyc.1352.
German (Pape)
[Seite 1380] Gold machend, Πακτωλοῦ ποτά Lycophr. 1352.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσεργός: -όν, ὁ ἐργαζόμενος τὸν χρυσόν, Λυκόφρων 1352· πρβλ. λινεργός.