δυσαπιστέω

From LSJ
Revision as of 09:27, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459

German (Pape)

[Seite 676] ein δυσάπιστος sein, B. A. 1285.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαπιστέω: δυσκόλως ἀπιστῶ, εὐκόλως πιστεύω παρατατ. δυσηπίστουν (δυσαρεστῶ δυσηρέστουν), Κ. Λάσκ. ἐν τῇ Γραμματικῇ (Ἑλλ. Πατρολ. Migne τ. 161, σ. 936).