δυσαπιστέω

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσαπιστέω Medium diacritics: δυσαπιστέω Low diacritics: δυσαπιστέω Capitals: ΔΥΣΑΠΙΣΤΕΩ
Transliteration A: dysapistéō Transliteration B: dysapisteō Transliteration C: dysapisteo Beta Code: dusapiste/w

English (LSJ)

v. δυσάπιστος.

Spanish (DGE)

creer a duras penas, desconfiar, Euagr.Schol.HE 4.33, Hdn.Exc.Verb.7.30, Anecd.Ludw.158.3.

German (Pape)

[Seite 676] ein δυσάπιστος sein, B. A. 1285.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαπιστέω: δυσκόλως ἀπιστῶ, εὐκόλως πιστεύω παρατατ. δυσηπίστουν (δυσαρεστῶ δυσηρέστουν), Κ. Λάσκ. ἐν τῇ Γραμματικῇ (Ἑλλ. Πατρολ. Migne τ. 161, σ. 936).