ἀσκητήριον
From LSJ
German (Pape)
[Seite 371] τό, Uebungsplatz, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκητήριον: τὸ, παρ’ Ἐκκλ. κυρίως ἡ καλύβη τοῦ ἀσκητοῦ, Ἀθαν. ΙΙ. 845Β, Βασίλ. ΙΙΙ. 877C, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 577Β, Παλλαδ. Λαυσ. 1057C: μοναστήριον, Σωκράτ. 104Β κλ.