ἑστηκότως
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
Adv.
A firmly, ἑ. καὶ βεβαίως Phld.Rh.1.70 S.
German (Pape)
[Seite 1044] stehend, Eust., zur Erkl. von ἐπισταδόν.
Greek Monolingual
ἑστηκότως (ΑΜ)
επίρρ. σταθερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. εστηκώς, -ότος του ρ. ίστημι].