λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
[Seite 246] neu erleuchtet, = νεόφυτος 2), K. S.
νεοφώτιστος: -ον, ὁ πρὸ μικροῦ βαπτισθείς, Συλλ. Ἐπιγραφ. 9810, Μεθόδ. 148C, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙΙ, 429Β, Χρυσ. ΧΙΙ, 763D, κλ.