θεοκήρυξ

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source

German (Pape)

[Seite 1196] υκος, ὁ, Götter-, Opferherold, Hesych.

Greek Monolingual

θεοκῆρυξ, ὁ (AM, Μ και θεοκήρυξ)
ο κήρυκας του θεού, αυτός που κηρύσσει και εξηγεί τον λόγο του θεού
αρχ.
πληθ. oἱ θεοκήρυκες
οικογένεια στις Ελευθερές που υποστήριζε ότι κατάγεται από τον «θεῑον κήρυκα», τον Ταλθύβιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + κήρυξ].