παλιντυχής

Revision as of 21:55, 29 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

παλιντυχές, with a reverse of fortune, τριβὰ βίου A.Ag.464 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dont la fortune a subi des vicissitudes, infortuné.
Étymologie: πάλιν, τύχη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλιντυχής -ές [πάλιν, τύχη] met een ommekeer van het lot, ongelukkig.

German (Pape)

τριβὰ βίου, ein entgegengesetztes Geschick bringend, unglücklich, Aesch. Ag. 452, Gegensatz τυχηρός.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιντῠχής: полный превратностей, несчастный (τριβὰ βίου Aesch.).

Greek Monolingual

παλιντυχής, -ές (Α)
αυτός που έχει κακή τύχη, δυστυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τυχής (< τύχη), πρβλ. ευτυχής].

Greek Monotonic

πᾰλιντῠχής: -ές (τύχη), αυτός που έχει αντίθετη τύχη, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιντῠχής: -ές, ἔχων ἐναντίαν τὴν τύχην, δυστυχής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 464.

Middle Liddell

πᾰλιν-τῠχής, ές τύχη
with a reverse of fortune, Aesch.