ἀναθερίζω
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
A reap again, τὴν κριθοφόρον γῆν Ph.2.390; glean, Hsch. s.v. ἀνεκαλαμήσατο.
German (Pape)
[Seite 188] = ἀνακαλαμάομαι, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναθερίζω: σταχυολογῶ μετὰ τὸν θερισμόν, Ἡσυχ. ἐν λέξει ἀνεκαλεμήσατο.