ὑληματικός
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
German (Pape)
[Seite 1177] zum Vorigen gehörig, Theophr.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ὕλημα, -ατος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα υλήματα («καὶ ἐνίων ὑληματικῶν ὧν αἱ μὲν ῥίζαι γλυκεῑαι τὰ δὲ ὑπὲρ γῆς οὐχ ὅμοια», Θεόφρ.).