ἡμιφάριον
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
[ᾱ], τό, (φᾶρος)
A half-robe, Aristaenet.1.4, Suid., Hsch.
German (Pape)
[Seite 1171] τό, Halbkleid, Aristaen. 1, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιφάριον: τό, (φᾶρος) ἥμισυ ἱματίου, Ἀρισταίν. 1.4, Σουΐδ., Ἡσύχ.· φέρεται δὲ ἡμιφόριον παρὰ Φωτίῳ.