σειστής

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

οῦ, ὁ, (σείω)

   A earth-shaker, a kind of earthquake, Lyd. Ost.53.

German (Pape)

[Seite 869] ὁ, der Erderschütterer, Io. Lyd.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και σείστης Ν σείω
αυτός που κουνιέται όταν περπατά («του σειστή, του λυγιστή 'μαι, του ταβερνογυριστή 'μαι», δημ. τραγούδι)
αρχ.
αυτός που προκαλεί σεισμούς.